- προσύλως
- πρόσυλοςconjoinedadverbialπρόσυλοςconjoinedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσυλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που είναι προσκολλημένος στην ύλη, που είναι συνενωμένος με την ύλη 2. (κατ επέκτ.) υλικός. επίρρ... προσύλως Α κατά τρόπο υλικό («τῶν ποιητῶν προσύλως καὶ ἐμπαθῶς ἐναπομενόντων», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + υλος (<… … Dictionary of Greek
ՆԻՒԹԵՂԻՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0427 Chronological Sequence: 8c մ. προσύλως materialiter, adhaerendo materiae. Որպէս նիւթեղէն, կամ յարեալ ʼի նիւթ. մարմնասիրութեամբ. *Եւ ոչ զբազմացն ասեմ կթարծիս զբանաստեղծից՝ նիւթեղինապէս եւ ախտաւորաբար մնալն, եւ զարարածս՝ եւ ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)